- καταλαλητής
- ο , καταλαλήτρ(ι)α η сплетни|к, -ца; клеветник, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταλαλητής — ο, θηλ. καταλαλήτρα (Μ καταλαλητής) [καταλαλώ] αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης («και με τον κόσμο γύρω μου, τον χαροκόπο κόσμο και τον καταλαλητή», Παλαμ.) … Dictionary of Greek