καταλαλητής

καταλαλητής
ο , καταλαλήτρ(ι)α η сплетни|к, -ца; клеветник, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καταλαλητής" в других словарях:

  • καταλαλητής — ο, θηλ. καταλαλήτρα (Μ καταλαλητής) [καταλαλώ] αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης («και με τον κόσμο γύρω μου, τον χαροκόπο κόσμο και τον καταλαλητή», Παλαμ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»